ευχείριστος

ευχείριστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ευχείριστος" в других словарях:

  • ευχείριστος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί να χειριστεί ή να μεταχειριστεί κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + χειρίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»